Μετά από δύο βδομάδες αέρα, βροχής και κρύου, η διάθεση μου παρέδωσε τα όπλα. Θυμάμαι όταν μια φίλη μου έλεγε στις διακοπές: Περίμενε να γυρίσεις και θα δεις σε μια βδομάδα, δεν θα έχεις σταγόνα ενέργειας.
Πφ! Έλεγα από μέσα μου, δεν με ξέρει καλά. Δεν υπάρχει περίπτωση ούτε λόγος για να πάθω αυτό που έπαθε εκείνη μετά τις διακοπές τις.
Σήμερα όμως, ένα μήνα από την επιστροφή μου…
Ήταν η δεύτερη μέρα που σερνόμουνα. Με τα χίλια ζόρια ετοιμάστηκα και πήγα για ψώνια. Ένα, ακόμη, βροχερό Σάββατο πρωί, όχι και τόσο πρωί, λίγο πριν το μεσημέρι, μετά από δυο ώρες ψυχική προετοιμασία, τα κατάφερα. Το καθήκον της μητέρας κατάφερε να με στείλει για ψώνια.
Το πρόσωπο μου ασορτί με τον καιρό και το σώμα μου στον ρυθμό της ψιχάλας, στηριζόταν στο καρότσι του σούπερ μάρκετ που και καλά χρειαζόμουνα για να βάλω τα ψώνια. Τίποτα το σημαντικό. Ψιλοπράγματα για να ευχαριστήσω τα παιδιά, ενήλικα ή σχεδόν, με την κρυφή ελπίδα να ευχαριστήσω εμένα.
Έκανα τον γύρο όλων των διαδρόμων μήπως βρω κάτι να μου αγοράσω για να μου ανεβάσει το ηθικό. Τίποτα. Δεν υπήρχε τίποτα που θα μπορούσε να μου δώσει πίσω την χαρά μου που είχε εξαφανιστεί, ένας θεός ξέρει που.
Όλα ξεκίνησαν δυο βδομάδες πριν.
Σκέψεις από το παρελθόν κατέκλυσαν το μυαλό μου. Αναμνήσεις με συναισθήματα έντονα. Συναισθήματα έντονα με εικόνες από το παρελθόν για να ταιριάξουν. Είχαν καταλάβει οι σκέψεις το νοητικό μου για να εισβάλουν τα συναισθήματα αναπάντεχα. Σκέψεις, όνειρα γεμάτα με ανθρώπους που δεν άξιζαν, που πρόδωσαν, που ήθελαν να με κυριεύσουν. Σκηνές αγάπης, εντάσεις και πάθους.
Στην αρχή, νόμισα ότι όλα αυτά είχαν να κάνουν με τα πρόσωπα. Σήμερα κατάλαβα ότι είχαν να κάνουν με τα συναισθήματα. Δεν ήταν οι εικόνες που γεννούσαν τα συναισθήματα. Ήταν τα συναισθήματα που τρέχαν να βρουν εικόνες, μπας και ταιριάξουν.
Αυτή η εξάρτηση συναισθήματος και σκέψης, που ανασύρει εικόνες από το παρελθόν έχει αρχίσει και με κουράζει. Μέχρι πότε πρέπει να δουλεύεται, μέχρι πότε πρέπει να είμαστε σε εγρήγορση, και πότε είναι καλό να εγκαταλειφθούμε;
Πως να αναγνωρίσουμε αν είναι οι σκέψεις που πρέπει να δουλέψουμε ή τα συναισθήματα που δανείζονται εικόνες και σκέψεις; Πώς να καταλάβουμε το γιατί της συναισθηματικής στοίχειωσης που ξεκινά κάθε φθινόπωρο; Ποια είναι αυτά τα συναισθήματα και γιατί έρχονται ξαφνικά και αναβλύζουν ως ηφαίστειο;
Είναι τα συναισθήματα που πρέπει να δουλευτούν ή αυτά είναι ένας τρόπος για να μπούμε σε αυτή την ενέργεια που αλλάζει και πρέπει να ησυχάσουμε και να φαγωθούμε με τον εαυτό μας;
Είναι ένας τρόπος για να βγουν στην επιφάνεια κομμάτια εαυτού που θέλουνε δουλειά; Ή πρέπει απλώς να σκύψουμε τα κεφάλια μετά το καλοκαιρινό ξεφάντωμα για να ξεκουραστούμε; Ή μήπως απλά βγαίνει η κούραση της υπερέντασης του καλοκαιριού που εμείς λαθεύαμε με ξεκούραση και διάθεση να περάσουμε καλά;
Αν ευθύνεται η έλλειψη ηλιοφάνειας για την αλλαγή της διάθεσης, ο ήλιος ευθύνεται για την εξάντληση μας;
Η κατάθλιψη έρχεται όταν έχουμε κάψει τον εαυτό μας, με ψέμματα.
Η φωτιά μπαίνει την άνοιξη όταν δίνεται η υπόσχεση της αναγέννησης για να ξαναπεθάνουμε συμβολικά;
Το καλοκαίρι μας καίει γιατί θέλουμε να πιστεύουμε ότι είμαστε αθάνατοι;
Μήπως είμαστε αθάνατοι, αλλά απλά το σώμα μας το έχει ξεχάσει;
Μήπως αυτά τα συναισθήματα αναβλύζουν από το δήθεν τίποτα για να μας δείξουν ότι άμα θέλουμε μπορούμε να ζήσουμε ακόμη;
Ή μήπως αυτά τα συναισθήματα μας λένε ότι άμα θέλεις να ζήσεις και άλλο, και ακόμη, πρέπει να ψάξεις γι’ αυτά του είδους τα βιώματα που σου δηλώνουν τα συναισθήματα που νιώθεις;
Μεγάλη υπόθεση αυτό το φθινόπωρο που κιτρινίζει σιγά σιγά την φύση. Μετά τις βουτιές στην θάλασσα μας υποχρεώνει να βουτήξουμε στα βάθη της σκοτεινής ψυχής μας. Καμιά λύπηση, ίχνος συμπόνιας. Θεραπευτής και αφυπνιστής μιας επόμενης μας διάστασης που έχει πάρει σειρά να εκφραστεί και επείγει η σειρά της.
Δεν τελειώνει ποτέ και πουθενά. Ένας κύκλος αναγέννησης που κάθε φορά ο φοίνικας ξαναγεννιέται από τις στάχτες του με πόνο, ή χωρίς, σε μια καινούργια πραγματικότητα. Δική μας. Που αν δεν αλλάξει θα μας κάψει.