Ήταν ένα χειμωνιάτικο μεσημέρι. Είχαμε πάει στην θάλασσα για βόλτα και πικ νικ. Αν και το κρύο ήταν τσουχτερό, ο ουρανός ήταν πεντακάθαρος και ο ήλιος έλαμπε. Ήταν η πρώτη φορά που βρισκόμασταν σ’αυτή την παραλία και δεν θυμάμαι πως βρεθήκαμε εκεί ούτε που ακριβώς ήμασταν.
Αυτό που θυμάμαι είναι ότι παρ΄όλο που η θάλασσα μας μιλούσε, παρ’όλο που τα παιδιά παίζανε και κάποιοι κάναν βόλτα στην παραλία, βίωσα μια έντονη εμπειρία. Μια έντονη εσωτερική ησυχία που έδρασε σαν μια σιωπηλή βόμβα μέσα μου. Αδύνατον να περιγράψω την διάρκεια της. Ήταν σα να άνοιξε μια πόρτα και ο χρόνος έδειχνε να μην υπάρχει.
Καθισμένη στην κουβέρτα που είχαμε στρώσει για το πικ νικ μας, με θέα την θάλασσα, παρατηρώντας τα παιδιά που είχαν απομακρυνθεί για να παίξουν και ν’ανακαλύψουν την παραλία, νοιώθοντας ασφαλής και γεμάτη αγάπη, η ησυχία έμοιαζε να γεμίζει τα κενά στην ενέργειά μου. Να γεμίζει τ’αποθέματά μου. Έμοιαζε να μου δείχνει τον τρόπο με τον οποίο δρούσε ο ό,ποιος πόνος. Το ό,ποιο αρνητικό συναίσθημα ή σκέψη μέσα μου.
Ήταν μια δύσκολη περίοδος και ήταν αναγκαίο να αναπληρώνω ασταμάτητα την ενέργειά μου γιατί είχαμε πολλαπλά μέτωπα να διαχειριστούμε.
Έμοιαζε λοιπόν να μου δείχνει πως η κάθε εσωτερική αρνητικότητα λάμβανε χώρο και δράση. Πως μια εσωτερική έλλειψη μη συνειδητοποιημένη, πως ένα κένο, κάτι που δεν ήταν στην θέση του γεννούσε κάτι που θα δρούσε σαν αρνητικότητα και φαύλος κύκλος. Αυτό το κενό έλκειε έναν θόρυβο, μια αρνητική κατάσταση, έναν αρνητικό διάλογο.
Την στιγμή της σιωπής, την στιγμή που το εγώ μου πιάστηκε στον ύπνο από την φυσιολογικότητα και την απλότητα της στιγμής, η ησυχία μπήκε σαν απαλό κύμα δύναμης και γέμισε τα κενά.
Μου έκανε το δώρο ν’ακούσω τον εαυτό μου στην ησυχία του. Ν’ακούσω την ύπαρξή μου χωρίς τον περιττό ήχο. Να νοιώσω τον παλμό και την εσωτερική κίνηση. Τον παλμό της ζωής και του πνεύματος που με διαπερνά συνεχόμενα. Που ρέει και ανανεώνεται ασταμάτητα σαν μια κουρτίνα δεδομένων που επανέρχεται περιοδικά. Σαν μια κουρτίνα νερού που λούζει και διαπερνά, που συνδέει με την πηγή.
Μου έκανε το δώρο να με βοηθήσει να καταλάβω ότι είναι επιλογή μου να παίρνω ταυτότητα και να συμμετέχω στον κόσμο. Ότι στην ροή της, η περιοδικότητα, μου επιτρέπει να αναπληρώνω τυχόν κενά κατανόησης. Ότι η επιλογή μου είναι ένα είδος υποχρέωσης, δέμευσης, εφ’όσον είμαι ενσαρκωμένη. Ότι έχω δικαίωμα να επιστρέφω στην κατάσταση αυτή της ησυχίας, κάθε φορά που το νοιώθω και το επιθυμώ.
Ότι δεν είμαι υποχρεωμένη να ξεχάσω, ούτε να θυμηθώ. Ότι αυτή η ησυχία είναι μια τεράστια αγκαλιά. Μια φροντίδα. Μια αποδοχή. Μια αίσθηση ότι είμαι η σωστή ύπαρξη στην σωστή θέση.
Αυτή η ησυχία είναι μια δεύτερη οικογένεια που θρέφει την σύνδεσή μου με την ό,ποια οικογένεια στο γήινο επίπεδο. Αυτή η ησυχία μου θυμίζει ότι την εσωτερική γαλήνη την νοιώθουμε και την βιώνουμε όταν δεν υφίσταται η τυρανία των συναισθημάτων και των σκέψεων. Όταν εστιάζουμε την προσοχή μας σε φωτεινούς στόχους ακόμη και αν ζούμε μια δύσκολη μια δύσκολη περίοδο.
Με βοήθησε να καταλάβω ότι από μας εξαρτάται η ταυτότητα που επιλέγουμε να ενσαρκώσουμε ανά πάσα στιγμή, την ζωή που επιθυμούμε να ζήσουμε.
Η εμπειρία της ησυχίας μπορεί να είναι εκκωφαντική.
Ο θόρυβος έχει καταλήξει μέρος μας. Ακόμη και τις φορές που η ηχητική ρύπανση σταματά και βρεθούμε σε ένα περιβάλον σιωπηλό, δεν έχουμε συνείδηση της ησυχίας. Κουβαλάμε τις μνήμες του θορύβου που ουρλιάζουν στ’αυτιά μας. Όταν δεν είναι οι μνήμες, είναι οι ποικίλες εσωτερικές μας φωνές που συνεχίζουν τον μονόλογο και μονοπωλούν την προσοχή μας.
Και όμως, η ησυχία θεραπεύει, μας γεμίζει ενέργεια και επουλώνει πληγές.